- διαπαννυχιζω
- διαπαννυχίζωδια-παννῠχίζωпроводить всю ночь
(ἐν ἀνδρῶνι μεγάλῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐν ἀνδρῶνι μεγάλῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαπαννυχίζουσιν — διαπαννυχίζω pass the whole night pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαπαννυχίζω pass the whole night pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπαννυχίσαι — διαπαννυχίζω pass the whole night aor inf act διαπαννυχίσαῑ , διαπαννυχίζω pass the whole night aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπαννυχίζειν — διαπαννυχίζω pass the whole night pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπαννυχίσαντες — διαπαννυχίζω pass the whole night aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπαννυχίσασιν — διαπαννυχίσᾱσιν , διαπαννυχίζω pass the whole night aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)